- calatio
- calātio, ōnis, f. (calare), das Rufen, Varr. LL. 5, 13.
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch von Karl Ernst Georges. 2002.
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch von Karl Ernst Georges. 2002.
καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… … Dictionary of Greek